πολυκηδέ'

πολυκηδέ'
πολυκηδέα , πολυκηδής
full of care
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
πολυκηδέα , πολυκηδής
full of care
masc/fem acc sg (epic ionic)
πολυκηδέϊ , πολυκηδής
full of care
dat sg (epic)
πολυκηδέε , πολυκηδής
full of care
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”